- καταμήνιος
- -α, -ο (Α καταμήνιος, -ον)(ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνα («καταμήνιος κύκλος»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνιατα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσίααρχ.1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο μισθό2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καταμηνίητα έμμηνα τών γυναικών.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. «κατά μήνα].
Dictionary of Greek. 2013.